- ἐπιπλάσματος
- ἐπίπλασμαplasterneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίπλαση — η (Α ἐπίπλασις) 1. ιατρ. τοποθέτηση επιπλάσματος, εμπλάστρου 2. το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ. με πλαστική ύλη, το στοκάρισμα αρχ. μτφ. σύνθεση φανταστικής, πλαστής διηγήσεως («δι’ ἐπιπλάσεως τῶν διηγημάτων κατασιγάζουσιν αἱ … Dictionary of Greek
μεταχείριση — η (ΑΜ μεταχείρισις, Α και μεταχείρησις) [μεταχειρίζομαι] χρησιμοποίηση, χρήση νεοελλ. τρόπος συμπεριφοράς προς κάποιον μσν. 1. χειρισμός, τρόπος ενέργειας 2. σφετερισμός, οικειοποίηση 3. εγχείρημα, επιχείρηση 4. (για τον Κυριακό δείπνο) συμμετοχή … Dictionary of Greek
σαραγούστι — το, Ν ναυτ. είδος επιπλάσματος από ασβέστη, πίσσα και πετρέλαιο που χρησιμοποιείται για το φράξιμο τών αρμών τών ξύλινων πλοίων … Dictionary of Greek